εικονικός

εικονικός
-ή, -ό (AM εἰκονικός, -ή, -όν)
ο φαινομενικός και όχι πραγματικός, πλαστός («εικονική πώληση»)
αρχ.-μσν.
αυτός που απεικονίζει τη μορφή κάποιου
αρχ.
αυτός που αναφέρεται σε εικόνες ή χρησιμοποιεί εικόνες («εἰκονικὴ φαντασία», «εἰκονικὸς διάκοσμος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εἰκονικός — representing a figure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικονικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εικόνα (βλ. λ. 5), που εκφράζεται με εικόνες: Ο Όμηρος μεταχειρίζεται συχνά εικονικές περιγραφές. 2. φαινομενικός, πλασματικός, ψεύτικος, όχι πραγματικός: Στα στρατιωτικά γυμνάσια υπάρχει εικονικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰκονικά — εἰκονικός representing a figure neut nom/voc/acc pl εἰκονικά̱ , εἰκονικός representing a figure fem nom/voc/acc dual εἰκονικά̱ , εἰκονικός representing a figure fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκονικώτερον — εἰκονικός representing a figure adverbial comp εἰκονικός representing a figure masc acc comp sg εἰκονικός representing a figure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκονικῶν — εἰκονικός representing a figure fem gen pl εἰκονικός representing a figure masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκονικόν — εἰκονικός representing a figure masc acc sg εἰκονικός representing a figure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκονικοῖς — εἰκονικός representing a figure masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκονικοῦ — εἰκονικός representing a figure masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκονικούς — εἰκονικός representing a figure masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκονικῆς — εἰκονικός representing a figure fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”